ετεροδάκτυλος

ετεροδάκτυλος
-η, -ο
1. (για πτηνά) αυτός που έχει τα δάκτυλα διατεταγμένα κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη (όπως τα αναρριχητικά)
2. (για ζώα) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετεροδάκτυλα
τα ζώα που έχουν άνισα δάκτυλα
3. το αρσ. ως ουσ. ο ετεροδάκτυλος
σαύρα τής Βραζιλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodactylous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + dactylous (πρβλ. δάκτυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”